ἐέργαθεν

ἐέργαθεν
ἔργαθεν, ἐέργαθεν (ϝέργω), ipf. or aor.: sundered, cut off; τὶ ἀπό τινος, Il. 5.147. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐέργαθεν — ἐργαθεῖν sever aor ind act 3rd sg (epic) ἐργαθεῖν sever aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάθω — ἐργάθω και ἐργαθῶ, έω (Α) 1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”